αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
ανισοτροπία — Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των… … Dictionary of Greek
εγκυστώ — 1. περιβάλλω με κύστη ή υμένα 2. μέσ. (για τα πρωτόζωα) σχηματίζω ινώδη ιστό σαν κύστη … Dictionary of Greek
ζωισίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του αργιλίου, με χημική σύσταση Ca2Al3(SiΟ4)3(ΟΗ). Η βάση της δομής του είναι τα διπλά τετράεδρα των ριζών (SiO4) 4 και κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σχηματίζοντας πρισματικούς κρυστάλλους. Έχει λάμψη… … Dictionary of Greek